βυζανιάρης

βυζανιάρης
και βυζανάρης, -α, -ικο
1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) αυτός που θηλάζει ακόμη, που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με μητρικό γάλα
2. το ουδ. ως ουσ. βυζανιάρικο, το
α) αυτό που θηλάζει, το βρέφος
β) (ειρωνικά, για παιδί ή έφηβο) μικρός, ανώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαίνω + -ιάρης / -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”